- πανημέριος
- και δωρ. τ. παναμέριος, -ία -ον, Α1. αυτός που διαρκεί ολόκληρη την ημέρα2. αυτός που περνά όλη την ημέρα κάνοντας κάτι3. αυτός που αποτελείται από ολόκληρη την ημέρα («τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει», Ευρ.)4. προσωνυμία τού Διός5. (το ουδ. ως επίρρ.) πανημέριονκατά τη διάρκεια όλης τής ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἡμέριος (πρβλ. μεθ-ημέριος)].
Dictionary of Greek. 2013.